убедительный - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

убедительный - translation to Αγγλικά


убедительный      
adj.
convincing, conclusive, striking
convincing      

[kən'vinsiŋ]

общая лексика

доказательный

убедительный

прилагательное

общая лексика

убедительный (о доводе, доказательстве, речи и т. п.)

убедительный

синоним

believable

убедительно      

• The utility of these powerful electric and magnetic fields has been demonstrated in a conclusive way (or conclusively, or convincingly).

Ορισμός

убедительный
прил.
1) а) Такой, который убеждает, заставляет убедиться в чем-л.
б) Способствующий убеждению.
2) Обладающий способностью, умением убедить.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για убедительный
1. Сейчас Шарапова намерена взять убедительный реванш.
2. Убедительный!" "Воланд в исполнении Олега Басилашвили великолепен!
3. Убежден, мы возьмем у Италии убедительный реванш.
4. Неизвестно, однако портрет складывается объемный, убедительный.
5. В субботу чемпион взял довольно убедительный реванш.
Μετάφραση του &#39убедительный&#39 σε Αγγλικά